υποσημείωση — η / ὑποσημείωσις, ώσεως, ΝΑ [ὑποσημειῶ / ώνω] σημείωση, παρατήρηση στο κάτω μέρος σελίδας εντύπου ή εγγράφου αρχ. 1. πρόσθετη σημείωση 2. υπογραφή … Dictionary of Greek
αστερίσκος — ο (AM ἀστερίσκος) [αστήρ] 1. μικρός αστέρας 2. σημείο των Γραμματικών της Αλεξάνδρειας που χαρακτηρίζει τα κείμενα που δεν παρουσιάζουν πρόβλημα γνησιότητας (αντίθετα με τον οβελό [*], που δηλώνει τα κείμενα που πρέπει να εξοβελιστούν ως νόθα).… … Dictionary of Greek
επισημείωση — η (Α ἐπισημείωσις) [επισημειούμαι] υποσημείωση, σχόλιο, πρόσθετη σημείωση αρχ. παρατήρηση με σημείο που τοποθετείται επάνω … Dictionary of Greek
επισημειώνω — [επισημειώ, όω] 1. σημειώνω κάτι επάνω ή σημειώνω επί πλέον, θέτω επάνω σήμα, σημαδεύω, επισημαίνω 2. παραθέτω επισημείωση, υποσημείωση σε ένα κείμενο … Dictionary of Greek
παραπήγνυμι — και παραπηγνύω ΜΑ προσθέτω κάτι ως υποσημείωση αρχ. 1. μπήγω κάτι κοντά σε κάτι άλλο (α. «παραπήξαντες αἰχμὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῡ νεκροῡ», Ηρόδ. β. «παρὰ δ ἔγχεα μακρὰ πέπηγεν», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. εμφυτεύω κάτι κοντά σε κάτι άλλο («αἱ λῡπαι ταῑς… … Dictionary of Greek
παραπομπή — η, ΝΑ [παραπέμπω] νεοελλ. 1. αποστολή, διαβίβαση, μεταβίβαση («έγινε η παραπομπή τής αίτησης στους ανωτέρους») 2. προσαγωγή σε δίκη 3. σημείωση ή υποσημείωση σε κείμενο με την οποία ορίζεται ο συγγραφέας, το σύγγραμμα, το κεφάλαιο, ο στίχος ή η… … Dictionary of Greek
υποταγή — η / ὑποταγή, ΝΜΑ [ὑποτάσσω] 1. καθυπόταξη, υποδούλωση (α. «η υποταγή τών ασθενεστέρων στους ισχυρούς» β. «ἡ ἄνευ κινδύνου ὑποταγή», Δίον. Αλ.) 2. εκούσια συγκατάθεση, υπακοή (α. «δοξάζοντες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ… … Dictionary of Greek
υπόμνημα — το / ὑπόμνημα, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] 1. γραπτό σημείωμα με το οποίο γίνεται υπενθύμιση για κάτι 2. κάθε μέσο με το οποίο υπενθυμίζει κανείς κάτι σε κάποιον 3. γραπτή αίτηση ή αναφορά απευθυνόμενη σε μια αρχή με σκοπό την γνωστοποίηση ή υπενθύμιση… … Dictionary of Greek
υστερόγραφος — η, ο, Ν 1. αυτός που γράφεται μετά το τέλος επιστολής ή κειμένου 2. το ουδ. ως ουσ. το υστερόγραφο σημείωση που προστίθεται μετά το τέλος επιστολής ή κειμένου, υποσημείωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύστερος + γραφος*. Ο λόγιος τ. τού ουδ. ὑστερόγραφον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek